- διυλιστήριος
- -ο1. ο χρήσιμος στη διύλιση2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριοα) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξηβ) ο διυλιστήρας.
Dictionary of Greek. 2013.